- σπαρτιατικός
- -ή, -ό / σπαρτιατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, -η, -ο, Ν [Σπαρτιάτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.)νεοελλ.1. σκληραγωγημένος2. ηρωικός3. ολιγαρκής.επίρρ...σπαρτιάτικα Ν1. με τρόπο που ταιριάζει σε Σπαρτιάτες2. φρ. «ζει σπαρτιάτικα» ή «τήν περνάει σπαρτιάτικα»α) ζει αυστηρό και εγκρατή βίοβ) ζει με μεγάλες στερήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.